- γκαρίζω
- γκάρισα1. (για τα γαϊδούρια), βγάζω δυνατή φωνή, ογκανίζω.2. μτφ., φωνάζω δυνατά: Μην γκαρίζεις έτσι, θα ξυπνήσεις το μωρό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γκαρίζω — 1 γκάρισα βλ. πίν. 33 2 γκάριξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γκαρίζω — (Α ὀγκῶμαι) 1. (για γαϊδούρια) φωνάζω 2. φωνάζω δυνατά ή τραγουδώ με παραφωνίες 3. φρ. «ας τον να γκαρίζει» μη δίνεις καμιά σημασία στα λόγια του ή στις φωνές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ογκαρίζω (μαρτυρείται διαλεκτικώς), με αποκοπή τού αρχικού φωνήεντος … Dictionary of Greek
ογκανίζω — γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι (πρβλ. μουγκανίζω)] … Dictionary of Greek
κατογκώμαι — κατογκῶμαι, άομαι (Μ) (για όνο) γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀγκῶμαι (για όνο) «γκαρίζω»] … Dictionary of Greek
ογκαρίζω — ὀγκαρίζω (Α) ογκανίζω, γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. τού ὀγκῶμαι* (βλ. και λ. γκαρίζω)] … Dictionary of Greek
προογκώμαι — άομαι, Α (για γάιδαρο) γκαρίζω προηγουμένως, προαναγγέλλω γκαρίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀγκῶμαι «γκαρίζω»] … Dictionary of Greek
συνογκώμαι — άομαι, A γκαρίζω κι εγώ μαζί («ὄνῳ δὲ τίς προθυμεῑται συμπαίζειν ἤ συνογκᾱσθαι», Αρρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀγκῶμαι «γκαρίζω»] … Dictionary of Greek
Όγκα — Ὄγκα, ἡ (Α) ονομασία τής Αθηνάς στη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. ὀγκῶμαι «γκαρίζω». Αναφέρεται ότι η προσωνυμία αυτή δόθηκε στην Αθηνά από τους ογκηθμούς που έβγαζε μεταμορφωμένη σε βόδι] … Dictionary of Greek
αγκανίζω — γκανίζω*, γκαρίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + γκανίζω] … Dictionary of Greek
βρωμώμαι — (I) βρωμῶμαι ( άομαι) (Α) γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, με εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας και κλίση σε άω]. (II) βρωμῶμαι ( άομαι) (Α) [βρώμος (II)] αναδίδω κακοσμία, βρομάω … Dictionary of Greek